Γεννημένος στην Κέρκυρα το 1872, από οικογένεια ευγενών, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης σπούδασε στο Γκρατς της Αυστρίας και πέθανε το 1923, σε ηλικία 51 ετών. Επηρεασμένος από το ρωσικό μυθιστόρημα και τις σοσιαλιστικές ιδέες, ο Θεοτόκης έστρεψε το πεζογραφικό του έργο σε καθαρώς κοινωνική κατεύθυνση. Με αφηγηματικές συνθέσεις όπως «Η τιμή και το χρήμα» (1912), «Ο κατάδικος» (1919), «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» (1920) και «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» (1922), ο συγγραφέας απεικόνισε φαινόμενα σαν τη φανατική προσκόλληση στην αξία της ατομικής ιδιοκτησίας και τη λατρεία του κέρδους και του χρήματος. Με σκληρούς και αδέκαστους κατά κανόνα ως προς τα συμφέροντά τους χαρακτήρες, ο Θεοτόκης είναι οπωσδήποτε ένας ανατόμος των μεγάλων ταξικών αντιθέσεων και συγκρούσεων της εποχής του.
Με αφορμή την επέτειο της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τον θάνατο του Θεοτόκη ας θυμηθούμε τη νεανική του περίοδο και τα διηγήματά του, αλλά και τα χρόνια της ωρίμανσής του, όταν καταπιάνεται με το σημαντικότερο ίσως μυθιστόρημά του, τους «Σκλάβους στα δεσμά τους». Το μυθιστόρημα και τα διηγήματα κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε δύο ξεχωριστούς τόμους από τον ιστορικό Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων (ιδρύθηκε το 1899 από τον Δημήτριο Βικέλα και λειτούργησε για μεγάλο διάστημα υπό την επιστασία του Γεωργίου Δροσίνη). Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε σε φιλολογική επιμέλεια και εισαγωγή Δημήτρη Κόκορη και τα διηγήματα σε φιλολογική επιμέλεια και εισαγωγή Άννας Αφεντουλίδου.
Τα διηγήματα δημοσιεύονται ή γράφονται μεταξύ 1898 και 1922, από όταν ο Θεοτόκης είναι 36 ετών μέχρι και το τέλος της ζωής του (εκτός αν λάβουμε ως όριο το 1913, χρονιά του τελευταίου δημοσιευμένου διηγήματος) και χωρίζονται στις «Κορφιάτικες ιστορίες» ή «Χωριάτικα διηγήματα» και στα «Ιστορικά ή μυθολογικά διηγήματα» (η διάκριση ανήκει στον ίδιο τον Θεοτόκη). Οι «Κορφιάτικες ιστορίες» ή τα «Χωριάτικα διηγήματα» δεν τονίζουν τυχαία τα στοιχεία του τόπου και του χώρου, παραπέμποντας στον κοινωνικό και ιστορικό χρόνο της εποχής του Θεοτόκη και στον καθημερινό βίο όχι των αριστοκρατών και των οικονομικά ισχυρών της Κέρκυρας, αλλά στις πρακτικές και στις συνήθειες της αγροτικής και της εργατικής τάξης του νησιού. Δεν βλέπουμε ακόμη εδώ το σοσιαλιστικό βλέμμα του αριστοκράτη συγγραφέα ενόσω αποκαθηλώνει την άλλοτε κραταιή φεουδαρχία, όπως στους «Σκλάβους στα δεσμά τους», αλλά τον ανατόμο των κυρίαρχων κοινωνικών συμβάσεων και των όρκων τιμής που επηρεάζουν μια παραδοσιακή, σχεδόν αρχαϊκή κοινωνία.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Θεοτόκης πλάθει αρσενικούς χαρακτήρες που δεν διστάζουν να σκοτώσουν για λόγους συζυγικής απιστίας («Πίστομα», «Ακόμα;») και ερωτικής αντιζηλίας («Ζωή του χωριού», «Η Παντρειά της Σταλαχτής»), για περιουσιακά ζητήματα (όπως ο αδελφοκτόνος στον «Κάιν»), για προσωπικές και πολιτικές ή κομματικές διαφορές («Τίμιος κόσμος») ή μιλάει για πατεράδες που διαλύουν ο σύμπαν επειδή ερωτεύονται τη νύφη γιού τους («Αγάπη παράνομη»). Από την άλλη μεριά, ο συγγραφέας επινοεί καταστάσεις όπου το κακό μεταξύ δύο οικογενειών που μάχονται για την τιμή τους αποφεύγεται την εσχάτη ώρα («Υπόληψη», «Οι δύο αγάπες») ή όπου οι γυναίκες βρίσκουν τελικά τη δικαίωσή τους («Αμάρτησε;» και «Ο παπα Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του»). Ο Θεοτόκης δεν διαλέγει ποτέ μόνο τον ένα ή τον άλλο δρόμο, επιτρέποντας, όποτε το κρίνει, στους ανθρώπους να ξεπεράσουν την άτεγκτη κοινωνική τους νόρμα.
Τα «Ιστορικά ή μυθολογικά διηγήματα» εγκαταλείπουν το παρόν για να στρέψουν την αφήγηση σε χαμένους θησαυρούς ενός μυθικού παρελθόντος, σε ψευδοϊστορικά γεγονότα ή σε πραγματικούς καλλιτέχνες της ελληνιστικής περιόδου που θυσιάζουν την ανθρώπινη ζωή στον βωμό των υψηλών απαιτήσεων της τέχνης («Απελλής»). Ο «Απελλής» προδίδει αμέσως τη συναναστροφή του Θεοτόκη με τον αισθητισμό, αλλά, όπως εύστοχα μας προειδοποιεί η Άννα Αφεντουλίδου στην εισαγωγή της, στα διηγήματά του συνυπάρχουν ο νιτσεϊσμός, η ηθογραφική ματιά, συνδυασμένη με μια οξεία κοινωνική όραση, ο ρεαλισμός και το ενδιαφέρον τόσο για την κοινωνική όσο και για τη μυθολογική ή την ψευδοϊστορική πραγματικότητα και θα πρέπει να τα αποτιμήσουμε με διαφορετικό κριτήριο εκάστοτε. Εκείνο που επικρατεί είναι σίγουρα ο αρνητικός ή ο θετικός αντίκτυπος από την ηθική διαπάλη του καλού και του κακού.
Ας δούμε, όμως, το μυθιστόρημα. Η διαμάχη αστών και ξεπεσμένης αριστοκρατίας είναι μοιραία στους «Σκλάβους στα δεσμά τους» επειδή οι εδραιωμένες σοσιαλιστικές πεποιθήσεις της ηλικιακής ωριμότητας πόρρω απέχουν από του να τον οδηγήσουν σε οιονδήποτε ιδεολογικό οπτιμισμό. Ο Άλκης Σωζόμενος πιστεύει ένθερμα στον σοσιαλισμό, δυσκολεύεται, παρόλα αυτά, να εμπιστευτεί το σοσιαλιστικό του όραμα, πολλών δε μάλλον που η οικογένεια των Οφιομάχων, στους οποίους προσέβλεψε, θα ηττηθούν σε πλήρη οικογενειακή κλίμακα μετά τον διωγμό του από τους κόλπους τους. Ο Θεοτόκης είναι πρώτα συγγραφέας και κατόπιν ιδεολόγος. Και ως συγγραφέας ενδιαφέρεται να δείξει την παγίδευση των ηρώων του και όχι την ιδεολογική τους δικαίωση, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δημήτρης Κόκορης στην εισαγωγική του μελέτη, καταρρίπτοντας έναν ιδεολογικό λογοτεχνικό μύθο της πρώιμης μεταπολίτευσης για τον Θεοτόκη.
Περνώντας από τη λαογραφική στην κοινωνική ηθογραφία, και έχοντας προπονηθεί στο έδαφος του ρεαλισμού, ο Θεοτόκης φτάνει στους «Σκλάβους στα δεσμά τους» ως πεπεισμένος νατουραλιστής. Και αν στον νατουραλισμό του χρειάζεται να προσθέσουμε τον ρομαντισμό του αδιέξοδου έρωτα της Ευλαλίας, της γυναίκας την οποία δεν θα αποκτήσει ποτέ ο Άλκης λόγω της ταξικής του μειονεξίας, ας μην παραβλέψουμε τον νατουραλιστικά εικονογραφημένο τόπο της Κέρκυρας ως χωροταξικού και μυθιστορηματικού τοπίου για την αναμέτρηση αστισμού και αριστοκρατίας, που μας πηγαίνει μέχρι τον «Γατόπαρδο» (1958) του μολοντούτο λιγότερο πεσιμιστή Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, ο οποίος αφήνει περισσότερα ηθικά και πολιτικά περιθώρια για την ανάδυση των δικών του αστών. Δείγμα, όμως, και αυτό της συγγραφικής συνείδησης και ελευθερίας του Θεοτόκη.