Ο Machiavelli, ο Ναπολέων και ο Ηγεμόνας

0
62


Ο μέγας δάσκαλος της εξουσίας και πως αυτή ασκείται, ο Machiavelli στον «Ηγεμόνα» του έλεγε πως οι υπήκοοι καλύτερα να σ’ αγαπούν, αν δεν μπορούν όμως καν’ τους να σε φοβούνται. Ο Μέγας Ναπολέων όταν μπήκε νικητής στο Βερολίνο, απαγόρευσε στα στρατεύματά του να παίζουν θριαμβευτικά εμβατήρια, για να μην προσβάλλουν κι άλλο τους ηττημένους Γερμανούς.
Οι δικοί μας ηγεμόνες με τα λαμπρά μυαλά και τα ακόμα πιο λαμπρά πτυχία, μάλλον δεν διάβασαν ποτέ ούτε τον «Ηγεμόνα», ούτε την ιστορία του. Πράγμα απίθανο, γιατί και ο τελευταίος αγράμματος πολίτης μπορεί να τα βρει στην Βικιπαίδεια και στην τεχνητή νοημοσύνη του διαδικτύου.ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Όχι, αυτό δε μπορώ να το πιστέψω για τους δικούς μας ηγεμόνες, με τα μεγάλα βιογραφικά στα διάσημα Αμερικανικά πανεπιστήμια. Οι ηγεμόνες μας ήξεραν τον «Ηγεμόνα», απλά έπαθαν ότι έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος, ότι δυστυχώς οι πιο ικανοί για την ανάληψη της εξουσίας είναι και οι πιο ακατάλληλοι να την διαχειριστούν.
Γιατί, αυτή η σιωπηλή και κοντόχοντρη κυρία που κατοικεί μέσα στα δωμάτια της εξουσίας, έχει μια και μόνη αδυναμία: την διατήρηση μιας θέσης στην αυλή αυτής της αυτοκρατορίας. Η άσχημη αυτή κυρία μοιάζει με μια αράχνη που μαγεύει τους μνηστήρες της με το αόρατο δίχτυ της αλαζονείας και του ναρκισσισμού.
Η εξουσία μοιάζει πολύ και με τον έρωτα ∙ όσο απομακρύνεσαι από το πάθος για το αντικείμενο του πόθου σου, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει αυτό το πάθος. Όπως ο έρωτας παραμορφώνει το μέγεθος της λατρείας και ιδιοκτησιακής μανίας στο αντικείμενο του πόθου, έτσι και η εξουσία σε υποτάσσει, σε σκλαβώνει, και αδυνατείς να σπάσεις τα δεσμά της αράχνης που σε δένουν με μεταξωτές αόρατες αλυσίδες και χάνεις τα λογικά και την λογική σου.ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Μια λογική που ξεκινά από το Εγώ το δικό σου και πάει στο μεγαλύτερο Εγώ της αγέλης που λέγεται ευγενικά οικογένεια που μεγαλώνει τους απογόνους της για να τους κάνει μνηστήρες της αυλής της, όπου θα μοιράζει στην πεινασμένη αγέλη πουκάμισα αδειανά, γεμάτα όμως με Ελένες που δεν θα αγαπήσουνε ποτέ.
Όλοι κρυμμένοι πίσω από το ανθρώπινο λάθος, δηλαδή το τέρας του εγωισμού που μοιράζει τα λάφυρα της πείνας για κάτι πιο μεγάλο από την σκιά των ανθρώπων, που συνήθως τη μετρούν σαν το μπόϊ τους, ενώ είναι απλά το πόδι τους.
Το ανθρώπινο κτήνος (“La Bête Humaine”, E. Zola) κρυμμένο ακόμα σε σπηλιές ανοησίας, ματαιοδοξίας και απληστίας, φαίνεται ότι επιβιώνει νομοτελειακά εδώ και χιλιάδες χρόνια, και μάλλον θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται η ίδια τραγωδία της ζωής όπου θα διαβάλει τις τραγωδίες των άλλων ανθρώπων με τη χριστιανική καθοδήγηση «ύπαγε οπίσω μου Σατανά» με την οποία ξεπλένει όλες τις αμαρτίες και ενοχές του.
Όταν θα είμαστε όλοι ένοχοι, λέει ο A. Camus, τότε θα επέλθει Δημοκρατία. Ποιός όμως ζωντανός θα επιλέξει την ενοχή, αφού οι εγκληματίες βρίσκουν πάντα δικηγόρο και η αθωόητα ποτέ; Αυτά είναι χιλιοειπωμένα στη παγκόσμια Βίβλο της ανθρώπινης ιστορίας αλλά ποιος τα διαβάζει αλλά και αν τα διαβάζει, ποτέ δεν ντρέπεται…
Και ας λέει ο Αξελός πως αυτό που έκανε το άλογο σε έλλογο είναι η ντροπή, που εμφανίζεται με το απλό κοκκίνισμα του προσώπου, όταν αισθάνεται ένα είδος τσίπας για τα λάθη και τις κακίες που είναι η δεύτερη του φύση. Αυτή την τσίπα είδαμε να απουσιάζει από το ναό της δημοκρατίας, την Βουλή, όταν η αγέλη των νικητών της πλειοψηφίας χειροκροτούσε για τα μοναδικά ευφυή επιχειρήματα του αρχηγού της, που ένιωθαν πάνοπλοι απέναντι στις λιγοστές φωνές διαμαρτυρίας, ξεχνώντας πως οι νίκες των νικητών είναι πανωλεθρίες των νικημένων.
Μπροστά στον θάνατο είμαστε όλοι ίσοι κάτω από την φούστα του Δερβίση. Όχι όμως όλοι, γιατι ο άνθρωπος όταν γίνεται μέλος μιας αγέλης, αποκτά τις ιδιότητες των ζώων και ξεχνά τη ντροπή και τον σεβασμό στους νεκρούς.
Οι ελάχιστοι νικημένοι συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας του τρένου, έκπληκτοι παρακολουθούσαν τον χορό της χαράς και τον ενθουσιασμό των χειροκροτητών της πύρρειας νίκης των κατοίκων του Πύργου που καταδίκαζαν χωρίς να δικάζουν.
Οι ρήτορες της Βουλής μου θύμισαν την φράση του Valery πως «είμαστε καθεαυτοί ένα τεράστιο σύμπαν συγκινήσεων, αναμνήσεων, όμως όπου η μνήμη του καθενός ξεχωριστά δεν υπάρχει γιατι διαχέεται ως μια θυσία των άλλων, όχι δική του.
Και ένας θάνατος του άλλου ή των άλλων, δεν αφορά ποτέ εμάς. Είναι αδύνατον ο άνθρωπος να βιώσει την θέση του άλλου και ας λέει ο Hegel πως το έλλογο υποκείμενο γεννιέται στην θέση του άλλου. Όχι, οι εκπρόσωποι μας στη Βουλή, ούτε στα καθίσματα των άλλων μπορούν να κάτσουν, ούτε στα παπούτσια τους να μπούν.
Στο αφήγημα του Borges «Φούνες, ο Μνήμων», περιγράφεται ένας ήρωας που θυμάται τα πάντα, δεν φιλτράρει τίποτα. Θυμάται τα πάντα αλλά δεν έχει αναμνήσεις πια. Είναι σαν μια σύγχρονη μηχανή απομνημόνευσης όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη.
Μόνος μου εγώ έχω πιο πολλές αναμνήσεις απ’όσες είχαν όλοι οι άνθρωποι μαζί, από τότε που ο κόσμος είναι κόσμος. Η μνήμη των ανθρώπων χωρίς φαντασία όμως είναι ένας σωρός από σκουπίδια, ίσως και γι’ αυτό τον λόγο μπαζώσανε τα πτώματα, ή τα απομεινάρια των ανθρώπων στα Τέμπη.
Το γελοίο από το τραγικό απέχει ελάχιστα, γι’ αυτό ίσως η τραγωδία των Τεμπών μπορεί και να διαβαστεί ως κωμωδία, ή μάλλον ήδη ανέβηκε σαν κωμωδία στην αίθουσα της Βουλής, γι’ αυτό και οι θεατές του δράματος γελούσαν με τη καρδιά τους στο ανέβασμα του έργου «Είμαστε όλοι αθώοι, αλλά φταίει ο άνθρωπος, τα λάθη του και οι έρωτες του».
Όλα ανθρώπινα σε μια ζωή όμως που η ανθρώπινη πράξη ως απο μηχανής θεός αλλά και κάτοικος του Πύργου ταυτόχρονα, νίπτει τας χείρας του, όπως ο Πόντιος Πιλάτος. Η τραγωδία απαιτεί να δούμε τις θυσίες σαν μεγάλες πράξεις και όχι σαν φανφαρονισμό, γιατί θα τις γελοιοποιήσουμε.
Ως γνωστόν οι Παλιοί Έλληνες με τα αρυτίδωτα χέρια και μυαλά, είχαν ειδικούς συγγραφείς για τη τραγωδία και άλλους για την κωμωδία. Οι ήρωες της τραγωδίας πρέπει να αγαπηθούνε όπως αγαπούν οι ήρωες το πεπρωμένο τους. Στην τραγωδία των Τεμπών όμως η Βουλή-θέατρο  έπαιξε μια τραγωδία που την ονόμασε κωμωδία με τις πράξεις της.
Στη συζήτηση της Βουλής οι τραγικοί βουλευτές τραγούδησαν, δεν έκλαψαν, δεν σιώπησαν, δεν σεβάστηκαν το τραγικό νόημα της ζωής που χάνεται από ένα αστείο ατύχημα, μια νέα ζωή που δε μπόρεσε όχι να ζήσει, αλλά ούτε να δεί τη ζωή και να τη μυρίσει.
Η τραγωδία στο θέατρο μας ανοίγει τα μάτια για να ανακαλύψουμε και να εκτιμήσουμε το ηρωικό στην τραγικότητά και όχι το ανάποδο του, να κάνουμε την πραγματικότητα θέατρο του παραλόγου. Γιατι το πιο παράλογο είναι να χάνονται ανθρώπινες ζωές από ένα τροχαίο ή ένα ατύχημα σε ένα ασφαλές περιβάλλον.
Ο Μέγας Ναπολέων όταν ήταν στην Φραγκφούρτη απαγόρεψε στον πλανόδιο θίασο του, να παίξει κωμωδίες μπροστά στους ηττημένους βασιλιάδες και ανάγκασε τον αρχιθεατρίνο του ­­­Talma να ανεβάσει έργα Ρακίνα και Corneille.
Εμείς εδώ επιμένουμε να δούμε τον θίασο να ανεβάζει κωμωδία που έκανε τους οπαδούς και υπήκοους του Πύργου να γελάνε με τα ακρωτηριασμένα νέα παιδιά και να βγάζουν τα πιο ποταπά ένστικτά τους με ρητορικές ατάκες όπου το τραγικό γινόταν γελοίο, αντί να σηκώσουμε το βαρύ φορτίο του οίκτου στους ώμους ψηλά και με το βλέμμα χαμηλά τιμώντας τους γονείς, αδελφούς και συγγενείς των νεκρών που χάθηκαν χωρίς να έχουν απαντήσεις για το ανόητο ταξίδι δύο τυφλών τρένων στην ίδια ράγα.
Η κοινωνία ως θεατής του θεάτρου του παραλόγου φώναζε όπως ο Γκαίτε «φώς, περισσότερο φώς!». Αλλά οι ευφυείς πολιτευτές κατάλαβαν πως στο σκοτάδι βρίσκεται το φώς, ίσως παρασυρμένοι από την θεωρία της μαύρης ύλης του σύμπαντος όπως την διαπίστωσε ο μεγαλοφυής Hawking, που υποστηρίζει ότι οι μαύρες τρύπες του σύμπαντος κρύβουν περισσότερη ενέργεια και φώς, ακόμα και από το πιο φωτεινό αστέρι που είναι ο Ήλιος του γαλαξία μας.
Οι υπερασπιστές του παράδοξου συλλογισμού πως ένα ανθρώπινο λάθος μπορεί να στείλει 57 ψυχές στον Άδη, δεν αναρωτήθηκαν ποτέ τι είναι η διαφάνεια στην τέχνη της ζωής αλλά και στο τυχαίο του θανάτου, γιατί δεν μπόρεσαν να εστιάσουν στο τζάμι που διαχωρίζει το αόρατο από το ορατό, και κυλιούνται σε μια λάσπη όπου το ανήθικο βαφτίζεται ηθικό για να μην ξυπνούν οι εφιάλτες, τα όνειρα τους τα βράδια της αϋπνίας από ενοχές για την ανθρώπινη ιδιότητα, χωρίς ιδιότητες όμως.
Ευχόμαστε τέλος στους άρχοντες της πόλης να κοιμούνται ήσυχα τα βράδια μαζί με την μόνη γυναίκα που αγάπησαν, την εξουσία του Πύργου, και να θυμούνται όταν ξυπνούν την φράση της Ιοκάστης «Μην χολοσκάς Οιδίποδα για την αιμομιξία και την εξουσία που σου χάρισε, όλοι οι κοινοί θνητοί αυτά τα όνειρα βλέπουν κάθε βράδυ με τα μάτια κλειστά αλλά και ορθάνοιχτα, για να μην χάσουν το μόνο πράγμα που έχουν στην ψυχή τους, την απληστία που ονόμασαν φιλοδοξία πολιτική για το καλό των ανόητων πολλών που ζούν στο μαντρί για να μην τους φάει ο λύκος…

Πηγή