Μια πρόταση που θεωρεί ότι δεν θα μπορέσει να αρνηθεί τόσο ο Ζελένσκι όσο και ο Πούτιν, επεξεργάζεται ο Ντόναλντ Τραμπ με απώτερο στόχο τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία. Οι διατλαντιστές σύμβουλοί του διατυπώνουν, ως βάση για το σχέδιο που σύντομα θα ολοκληρωθεί, δύο βασικές παραδοχές:
Πρώτον, η Ρωσία δεν θα δεχθεί να εγκαταλείψει τα εδάφη που έχει προσαρτήσει και, στην πραγματικότητα, τα νέα σύνορα της Ουκρανίας είναι τα σύνορα που προκύπτουν από την παράταξη των δύο στρατών στο πεδίο.ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Δεύτερον, η Ουκρανία δεν θα αφήσει τα όπλα και η μακροπρόθεσμη ειρήνη δεν θα επιτευχθεί αν η χώρα δεν λάβει αδιαμφισβήτητες εγγυήσεις ασφαλείας.
Με αυτή την αφετηρία, η εισήγηση στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ είναι να προσφέρει στον Ζελένσκι την ένταξη στο ΝΑΤΟ, ώστε να «ξεχάσει» τα χαμένα εδάφη και να συγκατατεθεί σε μια συμφωνία η οποία θα παρέχει μόνιμες εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία, παρά τις απώλειες των περιοχών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Ρωσίας.
Με το ίδιο σκεπτικό, η Ουάσιγκτον θα έχει προσφέρει μια διέξοδο και στον Πούτιν, καθώς θα έχει θωρακίσει τους ρωσόφωνους, που διαμηνύει ότι βρίσκονται υπό την προστασία του και θα έχει άλλωστε διευρύνει τα ρωσικά σύνορα με την Ουκρανία.ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Όσοι υποστηρίζουν το συγκεκριμένο «κέλυφος» συμφωνίας εκτιμούν ότι η πραγματική αιτία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022 δεν είχε να κάνει με την προοπτική ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ, η οποία τότε ήταν ένα μακρινό όνειρο και άπαντες το γνώριζαν: Κίεβο, Βρυξέλλες, Μόσχα, Ουάσιγκτον.
Θεωρούν ότι ο στόχος του Πούτιν ήταν να ενώσει Ουκρανούς και Ρώσους σε ένα σλαβικό έθνος, να ανατρέψει τη δημοκρατική, δυτικοκεντρική κυβέρνηση της Ουκρανίας και να αποστρατιωτικοποιήσει τη χώρα. Επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση είναι το γεγονός ότι το Κρεμλίνο δεν απάντησε με κανέναν τρόπο στην ένταξη στο ΝΑΤΟ των έτερων γειτονικών χωρών, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, τη διετία που μεσολάβησε· εν μέσω ενός πολέμου που δεν απομάκρυνε, αλλά αντιθέτως έφερε πιο κοντά την Ουκρανία με την Ατλαντική Συμμαχία.
Το στοίχημα του Τραμπ όμως, θα είναι να πείσει τον Ζελένσκι να σταματήσει να πολεμάει, εγκαταλείποντας την προσπάθεια απελευθέρωσης των ουκρανικών εδαφών που βρέθηκαν υπό την κατοχή των ρωσικών στρατευμάτων. Μια τέτοια απόφαση δεν είναι καθόλου εύκολη για κανέναν δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη.ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ιδίως τώρα που , σύμφωνα με δημοσκοπήσεις στην Ουκρανία, έως και το 90% των Ουκρανών εξακολουθεί να πιστεύει ότι η χώρα τους μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο. Εξ ου και οι εισηγήσεις για ένταξη στο ΝΑΤΟ ως αντιστάθμισμα.
«Είναι το μόνο χαρτί που μπορεί να παίξει ο Τραμπ για να πείσει τους Ουκρανούς να σταματήσουν να πολεμούν. Είναι επίσης ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η μόνιμη ειρήνη κατά μήκος των συνόρων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, όπου κι αν τραβηχτεί αυτή η γραμμή», τονίζει με άρθρο του στο Foreign Affairs ο Μάικλ ΜακΦολ, πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία την περίοδο 2012-14 και συγγραφέας του βιβλίου «Από τον Ψυχρό Πόλεμο στην Καυτή Ειρήνη».
«Η προσπάθεια -αναφέρει- γίνεται σε μια φάση κατά την οποία η Ουκρανία μάλλον χάνει τον πόλεμο. Από την άλλη, η κόπωση της Ρωσίας στο μέτωπο είναι επίσης δεδομένη, μαζί με τις απώλειες». Ο ΜακΦολ θεωρεί ότι ο Τραμπ θα πρέπει πρώτα να επιταχύνει την παράδοση στην Ουκρανία της στρατιωτικής βοήθειας η οποία έχει ήδη εγκριθεί και στη συνέχεια να εκφράσει την πρόθεση για την παροχή ακόμη περισσότερων όπλων προκειμένου να σταματήσει την επίθεση της Ρωσίας στο Ντονμπάς, στα ανατολικά της Ουκρανίας.
Κι αυτό γιατί η λογική υπαγορεύει πως ο Πούτιν θα διαπραγματευθεί σοβαρά μόνον όταν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις δεν θα έχουν πλέον την ικανότητα να καταλάβουν περισσότερα ουκρανικά εδάφη, πόσο μάλλον αν αρχίσουν να χάνουν έδαφος. Με άλλα λόγια, ο Πούτιν θα πρέπει πρώτα να πειστεί ότι οι ΗΠΑ δεν θα εγκαταλείψουν την Ουκρανία.