Με τη σταθερή επιμονή τους και την άψογη τυποτεχνική εμφάνιση των βιβλίων τους, οι εκδόσεις Άγρα μάς έχουν συνηθίσει εδώ και πολλά χρόνια σε μια σειρά τακτικών επανόδων σε μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή που είτε δεν κατέληξαν ποτέ σε βιβλίο, μένοντας στα αρχεία των εφημερίδων, οι οποίες τα δημοσίευαν σε συνέχειες, είτε είναι εδώ και πολύ καιρό αποσυρμένα από την αγορά. Ένα από τα πρόσφατα δείγματα της εκδοτικής παραγωγής της Άγρας για τον Μαρή είναι το μυθιστόρημά του «Το κόκκινο βάζο», το οποίο κυκλοφορεί με πυκνή εισαγωγή του Φίλιππου Φιλίππου. «Το κόκκινο βάζο» άρχισε να δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Απογευματινή» τον Ιανουάριο του 1956 με τίτλο «Τα μεσάνυχτα θα πεθάνεις, αγάπη μου» και έγινε ταινία το 1964 υπό τον τίτλο «Αμφιβολίες» σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου και με πρωταγωνιστές τον Νίκο Κούρκουλο και τη Βιβέττα Τσιούνη.
Πρόκειται για την αινιγματική ιστορία της Λένας Κορονέλλου και του συζύγου της, που ζουν σε μια απομονωμένη βίλα του Ψυχικού. Η Λένα είναι κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας και έχει μεγαλώσει στην Αίγυπτο, όπου και γνωρίστηκε με τον σύζυγό της. Όπως αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των γεγονότων, ο σύζυγος έχει ένα αμφίβολο παρελθόν ως ναυτικός με εμπλοκή σε διάφορες ύποπτες δοσοληψίες ενώ τώρα διαχειρίζεται τον πλούτο της γυναίκας του με την ίδια να έχει παραμείνει στη σκιά της οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας. Η Λένα ξυπνάει τρομαγμένη ένα σκοτεινό βράδυ, με την έντονη αίσθηση πως κάποιος έχει μπει στο δωμάτιό της. Πυροβολεί τον άγνωστο κι όταν ανάβει το φως ανακαλύπτει πως έχει σκοτώσει τον άντρα της ενώ την ίδια ώρα ένα κρυστάλλινο κόκκινο βάζο πέφτει από το τζάκι και γίνεται κομμάτια. Όταν, όμως, η Λένα επιστρέφει με τους υπηρέτες του σπιτιού στον τόπο του εγκλήματος, συμβαίνουν δύο αναπάντεχα: πρώτον, ο δολοφονημένος σύζυγος είναι απών και δεύτερον, το θρυμματισμένο βάζο βρίσκεται απείραχτο στη θέση του.
Τι ακριβώς έχει μεσολαβήσει; Τι απέγινε με τον σύζυγο και, το κυριότερο, πώς το βάζο επέστρεψε στην αρχική του θέση δίχως την παραμικρή ραγισματιά; Μήπως η Λένα παραλογίζεται και βλέπει πράγματα ή βιώνει καταστάσεις που υπάρχουν μόνο στον νου της; Μήπως θα καταλήξει, όπως και η μάνα της, η οποία είχε ένα βαρύ ιστορικό διαταραχής; Και ποιος θα αναλάβει να λύσει έναν γρίφο από τον οποίο απουσιάζει το πτώμα του υποτιθέμενου νεκρού;
Το «Κόκκινο βάζο» ανήκει στα μυθιστορήματα του Μαρή όπου δεν εμφανίζεται ο αστυνόμος Μπέκας. Αντί γι’ αυτόν, συναντάμε τον αστυνόμο Ιορδάνογλου, ο οποίος θυμίζει πολύ τον Μπέκα, τόσο ως προς το άτσαλο σουλούπι όσο και ως προς το ύφος, που μοιάζει νωθρό και κοιμήσικο. Συναντάμε επίσης έναν δημοσιογράφο, που δεν είναι ο γνωστός φίλος του Μπέκα, και ακούει στο όνομα Μαυρίδης, καθώς και τον Γιάννη Σιγανό, στενό φίλο της Λένας και από παλιά ερωτευμένο μαζί της. Δεν έχει νόημα να εξηγηθεί με λεπτομέρειες το αίνιγμα ούτε να δούμε ποιο από αυτά τα πρόσωπα θα το ξεμπλέξει και με ποια μέθοδο. Το σημαντικότερο είναι πως ο Μαρής γράφει μια τυπική ιστορία με άτυπη δράση και άτυπο τέλος. Κι εκεί αποδεικνύεται η συγγραφική ευφυΐα και η μαστοριά του, καθώς στήνει μια αφήγηση, η οποία χρειάζεται για να ολοκληρωθεί τρία πρωτίστως στοιχεία: συνοχή και πειστικότητα, για μη χαθούν το ενδιαφέρον και η προσοχή μας, κρυφές (ή εν πάση περιπτώσει αδήλωτες) παραμέτρους, οι οποίες θα ανέβουν σιγά-σιγά στην επιφάνεια, μέχρι να ενώσουμε τα ξεχωριστά νήματα, αλλά και κάποια δουλειά ψυχολογικής και ιστορικής εμβάθυνσης με τους χαρακτήρες, που θα φωτίσουν έτσι, μέσα από την αναδρομή στο παρελθόν τους, το οποίο εκκινεί πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα δύσκολα αποκρυπτογραφήσιμα δρώμενα.Ένα επιπλέον δεδομένο στο «Κόκκινο βάζο» υποδεικνύει την πρωτοτυπία του σε σχέση με τα καθιερωμένα μοτίβα της αστυνομικής λογοτεχνίας του Μαρή. Μολονότι η Αθήνα και το κέντρο της επωμίζονται πρωτεύοντα ρόλο (τα γραφεία της εφημερίδας «Ημέρα» στην οποία εργάζεται ο Μαυρίδης είναι στην Πανεπιστημίου), συν τις περιηγήσεις των ηρώων στο Ψυχικό, όλα τα κρίσιμα συμβάντα για την αποκάλυψη του μυστηρίου σημειώνονται μέσα σε κλειστούς χώρους, στα σπίτια της Λένας και του ζεύγους Τσανακάλη, με την Αθήνα να τείνει να αποτελέσει ένα απλώς υποβλητικό φόντο. Το σίγουρο είναι πως ο Μαρής θα μας κρατήσει μαζί του μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία σελίδα, διανθίζοντας το στόρι του με ωραίες ερωτικές πινελιές. Η δημόσια εικόνα του έρωτα την εποχή του Μαρή μπορεί να είναι συγκαταβατική, αλλά από τις σελίδες του βιβλίου δεν λείπει κάποιος αισθησιασμός συνταιριασμένος με πλήθος ρομαντικές νότες.