Τα κόμματα της κεντροδεξιάς Fianna Fáil και Fine Gael κατέληξαν με μια έδρα λιγότερη από αυτές που απαιτούνταν για την πλειοψηφία των εδρών στη Dáil, την κάτω Βουλή της Ιρλανδίας, με βάση τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της Παρασκευής που έγιναν γνωστά αργά χθες, Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου, το βράδυ, ενώ οι Πράσινοι, που συμμετείχαν στην απερχόμενη κυβερνητική συμμαχία, είναι ανάμεσα στους μεγάλους χαμένους της ψηφοφορίας.
Κατά συνέπεια τα δυο κόμματα της κεντροδεξιάς αναμένεται να σχηματίσουν και την επόμενη κυβέρνηση αφού εξασφαλίσουν την 88η έδρα, συνώνυμη της πλειοψηφίας στην ιρλανδική εθνική αντιπροσωπεία των 174 εδρών.ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Οι δυο παρατάξεις της κεντροδεξιάς, που εναλλάσσονταν στην εξουσία για πάνω από έναν αιώνα, από το 1921, κι αποφάσισαν να συμμαχήσουν μετά τις πιο πρόσφατες εκλογές το 2020, έχουν μαζί 87 έδρες: 48 το Fianna Fáil, 39 το Fine Gael.
Το 2020, αποφάσισαν να σχηματίσουν κυβέρνηση με τους Πράσινους να είναι μειοψηφικός εταίρος.
Αλλά αυτοί οι τελευταίοι υπέστησαν τούτη τη φορά πανωλεθρία: από τις 12 έδρες που κατείχαν στο απερχόμενο κοινοβούλιο, δεν διατηρούν παρά μόλις μία, αυτή του ηγέτη τους Ρόντρικ Ο’ Γκόρμαν.ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ο κ. Γκόρμαν έκρινε πως το κόμμα του υπέστη «τις συνέπειες» του «ρίσκου» που ανέλαβε όταν αποφάσισε να «ενωθεί» με την κεντροδεξιά και να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, παρότι είχε απόψεις πολύ διαφορετικές από τα δυο κόμματά της.
Για τον Όιν Ο’ Μάλεϊ, πολιτολόγο στο πανεπιστήμιο της πόλης του Δουβλίνου, οι Πράσινοι, «ως μικρό κόμμα, βρίσκονταν πάντα σε επισφαλή κατάσταση», πολύ περισσότερο διότι «κατηγορήθηκαν για την αύξηση του κόστους της ενέργειας και (…) αντιδημοφιλή μέτρα της κυβέρνησης».
Οι υποψήφιοι της άκρας δεξιάς δεν εξασφάλισαν καμιά έδρα στο κοινοβούλιο, μολονότι, για πρώτη φορά, η μετανάστευση ήταν ανάμεσα στα ζητήματα που κυριάρχησαν στην προεκλογική εκστρατεία-εξπρές.ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Υπήρχαν «πάρα πολλοί» υποψήφιοι με αποκάλυπτα αντιμεταναστευτική ρητορική και οι ψήφοι υπέρ τους μοιράστηκαν, έκρινε ο κ. Ο’ Μάλεϊ, επισημαίνοντας ακόμη πως ορισμένοι ήταν «υπερβολικά ακραίοι».
Το εθνικιστικό κεντροαριστερό κόμμα Sinn Féin, υπό τη Μέρι Λου Μακντόναλντ, η αξιωματική αντιπολίτευση, θα έχει 38 έδρες στο νέο κοινοβούλιο, αλλά οι πιθανότητές του να σχηματίσει κυβέρνηση θεωρούνται μηδενικές.
Άλλωστε τα δυο κόμματα της κεντροδεξιάς απέκλεισαν ήδη πριν από τις εκλογές κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας με το Sinn Féin, τον άλλοτε πολιτικό βραχίονα του ένοπλου κινήματος IRA, που πολεμούσε εναντίον των Βρετανών στη Βόρεια Ιρλανδία για δεκαετίες, ως τη συμφωνία ειρήνης του 1998.
Στις προηγούμενες εκλογές, το 2020, το Sinn Féin εξασφάλισε τις περισσότερες ψήφους, αλλά δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβερνητική συμμαχία.
Το Fianna Fáil και το Fine Gael θα αρχίσουν πλέον διαβουλεύσεις για να βρουν σύμμαχο και να σχηματίσουν νέα κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον Τύπο, ίσως στραφούν σε κεντροαριστερά κόμματα, αυτό των Εργατικών (11 έδρες), κι αυτό Σοσιαλδημοκρατών (επίσης 11) ή ανεξάρτητους.
Μετά τις εκλογές του 2020, τα δυο κόμματα της κεντροδεξιάς αποφάσισαν να μοιράσουν στα δύο τη θητεία, τουλάχιστον ως προς το αξίωμα του πρωθυπουργού. Ο ηγέτης του Fianna Fáil, ο Μίκελ Μάρτιν, παραχώρησε τη θέση του τον Δεκέμβριο στον ηγέτη του Fine Gael, τότε τον Λίο Βαράντκαρ.
Ο Σάιμον Χάρις διαδέχθηκε αυτόν τον τελευταίο στην προεδρία του Fine Gael και του πρωθυπουργού τον Απρίλιο. Ο κ. Βαράντκαρ αποχώρησε από την πολιτική το καλοκαίρι.
Ο επόμενος πρωθυπουργός αναμένεται πως θα αναλάβει από τη 18η Δεκεμβρίου. Πάντως για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης ενδέχεται να χρειαστούν ακόμη εβδομάδες.
Η μελλοντική κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει προκλήσεις που βιώνει η Ιρλανδία των 5,4 εκατομμυρίων κατοίκων. Παρά την οικονομική ευημερία της, που βασίζεται κυρίως στη χαμηλή φορολογία της η οποία προσελκύει ξένους επενδυτές, η χώρα βιώνει κρίσεις στέγης και κόστους ζωής.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, αρκετοί υποψήφιοι εξέφρασαν τις ανησυχίες τους για την πορεία της οικονομίας της χώρας, που βασίζεται στην ελκυστική για τις επιχειρήσεις φορολογία και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ειδικά από κολοσσούς της τεχνολογίας, ενόψει της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.