Πρώτη καταχώρηση: Σάββατο, 21 Νοεμβρίου 2020, 09:13
«Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» είναι μία ταινία που έχει περάσει πλέον στο DNA όλων των κινηματογραφόφιλων σε κάθε γωνιά της γης. Για την κλασική ταινία, την πρώτη ομιλούσα του Τσάρλι Τσάπλιν, έχουν γραφτεί χιλιάδες άρθρα και αναλύσεις. Δικαιολογημένα. Αυτός ο αέναος διάλογος με το πέρασμα των δεκαετιών πάντα θα προσφέρει στην καταδίκη του φασισμού. Φέτος, το αθάνατο αριστούργημα συμπληρώνει 80 χρόνια από την πρώτη προβολή του και τα μηνύματά του παραμένουν ζωντανά. Ένα φιλμ, σαν να γυρίστηκε τώρα, δίχως ούτε μία ρυτίδα και με την καλλιτεχνική ματιά, το ανυπότακτο πνεύμα, την ιδιοφυία ενός δημιουργού που, δυστυχώς, ως είδος πλέον εκλείπει.
Ο δαιμόνιος Τσάρλι Τσάπλιν εξουδετερώνει κάθε ιδεολογία μίσους, κάθε προσπάθεια υποταγής των λαών, τον ρατσισμό, την τρέλα της εξουσίας, τη φρίκη της θυσίας αθώων ανθρώπων, με την ανελέητη σάτιρα, το γέλιο, αλλά και τις σαφείς μελαγχολικές επισημάνσεις του για το δρόμο που έχει πάρει η ανθρωπότητα. Άλλωστε ο λατρεμένος “Σαρλώ” είχε εκφράσει με όσους τρόπους μπορούσε -ταινίες, κείμενα, δηλώσεις, δράσεις- την αποστροφή του για τον καπιταλισμό στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και την πλήρη κυριαρχία της οικονομικής ολιγαρχίας. Άλλωστε, το οικονομικό κραχ στην Αμερική ήταν πρόσφατο και ο Τσάπλιν είχε διαλέξει να σταθεί δίπλα στον λαό, στα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων, κάνοντας εχθρούς όλους αυτούς που συγκέντρωναν πύργους από δολάρια, ενώ ταυτόχρονα θα πλήρωνε βαρύ τίμημα στην προσωπική του ζωή, αλλά και στο έργο του.
Η ταινία της Ρίφενσταλ και η ιδέα
Η ιδέα για τον “Μεγάλο Δικτάτορα” μπήκε στον Τσάπλιν όταν είδε στη Νέα Υόρκη την προπαγανδιστική και δοξαστική ταινία για τον Χίτλερ, της Λένι Ρίφενσταλ, “Η Δύναμη της Θελήσεως”, μαζί με τον Μπουνιουέλ και κάποιους άλλους. Όλοι οι παρευρισκόμενοι στη μικρή σκοτεινή αίθουσα είχαν τρομοκρατηθεί με αυτό που έβλεπαν. Ο μόνος που γελούσε συνεχώς με τους κομπασμούς και τις πόζες του “φύρερ” ήταν ο Τσάπλιν. Εκεί του μπήκε η ιδέα, ενώ την απόφαση την πήρε όταν έγιναν γνωστά τα γεγονότα της “Νύχτας των Κρυστάλλων”, βάζοντας μπροστά το σχέδιο για την ταινία. Η απόφασή του αυτή όμως δεν ήταν εύκολη, κάτι το ευνόητο. Ήταν μία παράτολμη ιδέα, καθώς πολιτικοί και πανίσχυρα οικονομικοί παράγοντες, αλλά και η αμερικανική κοινή γνώμη ήταν αρνητικοί στην εμπλοκή των ΗΠΑ στον Πόλεμο.
Μπαίνοντας στο στούντιο
Κι ενώ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει, ο Τσάπλιν μπαίνει στο στούντιο, παρότι υπήρχαν πολλές ενστάσεις για την παραγωγή της ταινίας. Κι αυτό, γιατί στην Αμερική δεν ήταν λίγοι οι πολιτικοί ηγέτες που είχαν κατατρομάξει με το γερμανικό μοντέλο και τους ναζιστές, θέλοντας να μείνουν μακριά, ενώ κάποιοι άλλοι ήταν έτοιμοι να έρθουν σε συνεννόηση μαζί του. Αλλά ήταν τόσο αγαπητός σε όλο τον κόσμο που δύσκολα μπορούσαν να τον ανακόψουν. Ακόμη και στη Γερμανία, παρότι είχε ξεκινήσει μια τεράστια επιχείρηση κατασυκοφάντησής του, παρέμενε ο αγαπημένος “αλητάκος” του κοινού.
Ο Τσάπλιν προχώρησε την ταινία του, αποφασισμένος να είναι και η πρώτη ομιλούσα, παρά την αντίθεσή του στη χρησιμοποίηση του ήχου κι ενώ γύρισε, λίγα χρόνια πριν, τα δυο άλλα τεράστια αριστουργήματά του με την τεχνική του βωβού κινηματογράφου, “Τα Φώτα της Πόλης” και τους “Μοντέρνους Καιρούς”. Ο ήχος, όμως, ήταν απαραίτητος για τον συνταρακτικό μονόλογό του στο φινάλε της ταινίας, ένα προφητικό κείμενο επαναστατικής ανθρωπιάς. Όταν έγιναν γνωστές οι θηριωδίες των χιτλερικών είχε πει ότι δεν θα έκανε την ταινία επισημαίνοντας ότι «δεν θα μπορούσε να αστειευτεί με τη φονική της παράνοια». Ως άνθρωπος είχε δίκιο. Ως καλλιτέχνης άδικο. Κι αυτό διότι τα μηνύματα της ταινίας τα χρειαζόμαστε ακόμη και σήμερα. Και το χειρότερο θα τα χρειαστούμε και στο μέλλον…
Η ιδιοφυής υπεράσπιση της ελευθερίας
Στην ταινία ο Τσάπλιν ερμηνεύει δυο ρόλους, αυτόν του παρανοϊκού δικτάτορα, που μιλάει αγγλικά ανακατεμένα με μια γερμανίζουσα διάλεκτο, κι αυτόν ενός αγαθού Εβραίου κουρέα, που πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δυο χαρακτήρες έχουν εκπληκτική ομοιότητα, ενώ ο κουρέας πάσχει από αμνησία, έχοντας διαγράψει τις παραστάσεις του από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι επιστρέφει στη στο κουρείο του, που βρίσκεται στο γκέτο, χωρίς να γνωρίζει ότι η πόλη έχει καταληφθεί από ένστολους ναζί. Μετά από εξωφρενικές καταστάσεις, ο Τσάπλιν θα καταλήξει, κόντρα στα πιστεύω του περί ομιλούντος κινηματογράφου, να βγάζει ένα μνημειώδη λόγο, πάντα επίκαιρο, υπερασπιζόμενος την ελευθερία, πιστός στις πανανθρώπινες αξίες, θέλοντας να αφυπνίσει τον αμερικανικό λαό, καθώς αμέσως μετά θα αποκαλυφθούν τα εγκλήματα των ναζί. Η ταινία διαθέτει αλλεπάλληλα ιδιοφυή σκετς, ενώ δυο από τις αθάνατες σεκάνς του φιλμ είναι γυρισμένες με την τεχνική του βωβού κινηματογράφου. Είναι η σκηνή στο κουρείο με μουσική υπόκρουση την Ουγγρική Ραψωδία και η ανεπανάληπτη σκηνή που ο δικτάτορας χορεύει και κάνει κόλπα με μία υδρόγειο σφαίρα- μπαλόνι. Όταν η έμπνευση μπαίνει στη σφαίρα του μεγαλείου.
Δίπλα του, πρωταγωνιστεί η εξαίσια Πολέτ Γκοντάρ, ερμηνεύοντας το κορίτσι που κερδίζει την καρδιά του κουρέα, ενώ ο Τζακ Όκι, στο ρόλο του Μουσολίνι ως “Μπεντσίνο Ναπαλόνι” τα πάει περίφημα, μπαίνοντας και αυτός στο κάδρο με τις κλασικές αξέχαστες ερμηνείες.
Αγνοήθηκε στα Όσκαρ, κέρδισε τον κόσμο
Η ταινία είχε μεν πέντε οσκαρικές υποψηφιότητες αλλά τελικά δεν κέρδισε καμία. Το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας πήγε στη “Ρεβέκα” του Χίτσκοκ, ένα αξιόλογο φιλμ, αλλά λίγο… μπροστά στον “Μεγάλο Δικτάτορα”. Οι στενόμυαλοι και υπερσυντηρητικοί της Ακαδημίας Κινηματογράφου έδειξαν για ακόμη μια φορά ότι δεν κατάλαβαν τίποτα. Ούτε την ιστορική συγκυρία, ούτε το μεγαλείο ενός προφήτη, ούτε καν την κινηματογραφική έμπνευση ενός μοναδικού δημιουργού. Η ταινία, πάντως, αγαπήθηκε κι έκανε ένα γιγαντιαίο ρεκόρ εισιτηρίων. Εν αντιθέσει με τους ειδικούς, ο απλός κόσμος είχε καταλάβει.
Πηγή: ΑΠΕ