Κ. Γούναρης, ο ζωγράφος που ύμνησε με χρώμα και φως τη Θεσσαλονίκη

0
112



Πρώτη καταχώρηση: Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου 2020, 12:32

Ένας από τους ζωγράφους της γενιάς που αγάπησαν την πόλη τους, τη Θεσσαλονίκη και την ύμνησαν μέσα από τη ζωγραφική τους, ο Κώστας Γούναρης αποτύπωσε στα έργα του κάθε γωνιά της, αστικές γειτονιές, ιστορικά κτήρια, αρχοντικά με επιδίωξη να συνθέσει την εικόνα της στις αρχές του 20ού αιώνα.

Στη ζωή και το έργο του Κώστα Γούναρη, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, είναι αφιερωμένη διαδικτυακή εκδήλωση. που διοργανώνει σήμερα στις 19:00, ο Σύλλογος Αποφοίτων Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ «Φιλόλογος» με ομιλήτρια την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Σταυρούλα Μαυρογένη.

«Όλη η καλλιτεχνική του παραγωγή χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη του αγάπη για την απόδοση της πραγματικότητας. Ήταν ένας κοπιώδης αγώνας για τη ρεαλιστική αποτύπωση της λεπτομέρειας», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μαυρογένη σημειώνοντας ότι από την πρώτη του ατομική έκθεση προσηλώθηκε στην καταγραφή του οικιστικού τοπίου με ένα μοναδικό τρόπο.

Ο Κώστας Γούναρης γεννήθηκε στις 5/10/1929 στη Θεσσαλονίκη και άρχισε να ζωγραφίζει από πολύ μικρός. Φοίτησε στην Παλαιά Δημόσια Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης για να συνεχίσει τη δουλειά του πατέρα του, ο οποίος δεν του επέτρεψε να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Αναφερόμενη στους καλλιτέχνες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωγραφική του πορεία διευκρινίζει ότι ήταν ένας αγιογράφος που γνώρισε τα χρόνια της Κατοχής και του έμαθε τα χρώματα, τις μίξεις που έπρεπε να κάνει και τον τρόπο επεξεργασίας τους και ένας συγγενής του, ο Αντώνης Μυστακίδης, γνωστός στα λογοτεχνικά γράμματα ως Μεσεβρινός, που του έμαθε τις ακουαρέλες.

Ο Μυστακίδης τον έφερε σε επαφή με τον κύκλο του φωτογραφείου του Λυκίδη, ο οποίος έδινε ταχυδρομικά δελτάρια σε διάφορους ζωγράφους για να τα ζωγραφίσουν και μετά τα πουλούσε ως κάρτες Χριστουγέννων, Πάσχα, ή άλλων γιορτών. Ο Γούναρης κέρδισε την εμπιστοσύνη του και ζωγράφιζε σε αυτές τις κάρτες, κέρδιζε κάποια χρήματα και πείστηκε πως αξίζει να ασχοληθεί περισσότερο με τη ζωγραφική.

Μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων έφυγε στην Ελβετία και εργάστηκε ως σχεδιαστής επίπλων σε εργοστάσιο. Παράλληλα συνέχιζε να ζωγραφίζει. Είναι πιθανό την εποχή εκείνη, να παρακολούθησε και κάποια μαθήματα ζωγραφικής αλλά δεν επιβεβαιώνεται, σημειώνει η κ. Μαυρογένη.

Στην Ελβετία μπήκε στον «κόσμο» της παραγωγής έργων τέχνης και την περίοδο 1959-60 ασχολήθηκε με γελοιογραφίες υπογράφοντας ως Const.

Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα και μέσω του ζωγράφου Μαυρομάτη γνώρισε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Τότε ξεκίνησε μία μακρά και δημιουργική φιλία.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, υπογραμμίζει η κ. Μαυρογένη, χαρακτήρισε το έργο του Κώστα Γούναρη ως την καλλιτεχνική δικαίωση της «Άνω Πόλης». «Η ομορφιά του έργου του, αναφέρει σε ένα εισαγωγικό σημείωμα σχετικά με το έργο του Γούναρη, επιτυγχάνεται με τα απλά χρώματα που χρησιμοποιεί στις ακουαρέλες του, μαζί με την ιδιαίτερη τεχνική του». Η πρώτη συμμετοχή του σε ομαδική έκθεση έγινε το 1974 και την ίδια χρονιά συνεργάζεται με τη «Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιο», που ιδρύθηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Το 1979 θα κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση.

Το 1981, ο Κώστας Γούναρης διοργανώνει τη δεύτερη ατομική του έκθεση και πάλι στη Διαγώνιο, όπως και 1984, αυτή τη φορά με κύριο θέμα την απεικόνιση του Αγίου Όρους. «Στα έργα του, ο θεατής μπορεί να “ περπατήσει” στο άβατο του ιερού χώρου. Η γαλήνη και η ηρεμία κατακλύζουν τα μάτια του θεατή, ενώ οι κλειστές πόρτες και τα παράθυρα, ένα σύμβολο μετάβασης, λειτουργούν πραγματιστικά αφήνοντας τη φαντασία μας να δημιουργήσει τη δική της ιστορία πίσω από αυτήν», επισημαίνει η κ. Μαυρογένη.

«Είναι αλήθεια», προσθέτει, «ότι οι ακουαρέλες του Κώστα Γούναρη έχουν και μια ακόμη ιδιομορφία στον τρόπο που χειρίζεται την επεξεργασία των χρωμάτων. Καθώς ζωγραφίζει σε αμούσκευτο χαρτί και με πυκνό διάλυμα χρώματος δίνει την αίσθηση της αδιαφάνειας, δηλαδή του έντονου φωτός δημιουργώντας καλύτερο εικαστικό αποτέλεσμα».

Στην ατομική του έκθεση το 1987, ο ζωγράφος γυρίζει πίσω και ανακαλύπτει την πόλη με το παρελθόν της αίγλης της μέσα από τα αρχοντικά της Βασιλίσσης Όλγας.

«Η μαεστρία του ξεδιπλώνεται σε όλο το μεγαλείο της, σαν έγχρωμες φωτογραφίες. Ωστόσο έχουμε να κάνουμε με ακουαρέλες. Ένα υλικό πολύ δύσκολο που δεν επιδέχεται επιδιορθώσεις ή αλλαγές. Στη σχεδιαστική και χρωματική ακρίβεια στην τοιχοποιία, στις γρίλιες των παραθυρόφυλλων, στα τελειώματα του οθωμανικού αετώματος στη Δημοτική Πινακοθήκη, αλλά και στα διακοσμητικά ακροκέραμα των υπολοίπων κτηρίων αναγνωρίζουμε τον ταλαντούχο καλλιτέχνη», τονίζει.

Το 2005, ο καλλιτέχνης, με αφορμή την έκθεσή του «Ακουαρέλες από τη Θεσσαλονίκη που έφυγε», αποκάλυψε: «Αυτό που πάντα βασάνιζε τη σκέψη μου ήταν η εικόνα της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ου αιώνα μια εικόνα που επιβίωνε ακόμη μέχρι την τελευταία προπολεμική δεκαετία. Ήταν η πόλη των παιδικών μου χρόνων, ένα μίγμα προσωπικών αναμνήσεων αλλά και διηγήσεων μεγαλυτέρων μου, ζωγραφισμένων με τα ωραιότερα χρώματα της φαντασίας τους».

Στη νέα αυτή ζωγραφική του παραγωγή από ασπρόμαυρο φωτογραφικό υλικό που υπήρχε για την πόλη εκείνες της εποχής, ο καλλιτέχνης αναπλάθει εικόνες χαρίζοντας ζωντάνια σε κτίρια και παρουσιάζοντάς τα ηλιόλουστα με τα ζεστά χρώματα της ώχρας και του πράσινου ξύλου.

Η μεγάλη αναγνώριση ήρθε μέσα από την αναδρομική του έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη το 2008. Μια μεγάλη έκθεση για έναν μεγάλο ζωγράφο, τονίζει η κ. Μαυρογένη. Και η τελευταία του φιλοξενήθηκε το 2013 στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης.

Παρακολούθηση της online εκδήλωσης: https://authgr.zoom.us/j/97028290566.

 Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Πηγή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here